- μικρόλυπος
- μικρόλυποςvexed at triflesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρόλυπος — μικρόλυπος, ον (Α) αυτός που λυπάται για ασήμαντα και μηδαμινά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + λυπος (< λύπη), πρβλ. περί λυπος] … Dictionary of Greek
μικρόλυπον — μικρόλυπος vexed at trifles masc/fem acc sg μικρόλυπος vexed at trifles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρολύπους — μικρόλυπος vexed at trifles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόλυπα — μικρόλυπος vexed at trifles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρόλυποι — μικρόλυπος vexed at trifles masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLUTARGHUS Chaeronensis — Philiosophus, Historicus et Orator, foloruit sub Nerva, Traiano et Adriano Imperatorib. Discipul. Ammonii fuit primum, dein in Graecia et Aegypto, eruditos adiit, ubique exactissime omnibus annotatis. Exin Romam profectus, magno ibi in pretio… … Hofmann J. Lexicon universale
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρολυπία — μικρολυπία, ἡ (Μ) [μικρόλυπος] μικρή λύπη … Dictionary of Greek